- οὐρανίαις
- οὐράνιοςheavenlyfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οὐρανίαις — Οὐρανία the moon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
небесьныи — (1024) пр. к небо. 1.В 1 знач.: на н҃бо взиду. и выше звѣздъ нб(с)ныхъ поставлю пр(с)тлъ мои. ГБ XIV, 55в; росою нб(с)ною напа˫ающи. (οὐρανίφ) ЖВИ XIV–XV, 68г; небесьна˫а средн. мн. в роли с.: азъ ѥсмь нб(с)ныхъ. и земныхъ творець. Пал 1406, 63в; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμπεριπόλησις — ήσεως, ἡ, Α [συμπεριπολῶ] ο κατά ομάδες περίπατος («ταῑς ψυχαῑς ταῑς οὐρανίαις συμπεριπολήσεως ποτὲ τυχούσαις», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek